αμπούκωτος

αμπούκωτος
-η, -ο [μπουκώνω]
1. αυτός που δεν μπουκώθηκε, δεν γέμισε το στόμα του με μπουκιές
2. αφάγωτος, αδωροδόκητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμπούκωτος — η, ο 1. εκείνος που δε μπουκώθηκε, που δεν του βαλαν στο στόμα φαγητό: Στιγμή δεν άφηνε το γιο της αμπούκωτο. 2. αυτός που δε δωροδοκήθηκε: Για να γίνει η δουλειά του δεν άφησε κανέναν αμπούκωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”